Ασφάλεια υγείας
Λεξικό
Ακύρωση

Η διακοπή του συμβολαίου κατόπιν έγγραφης αίτησης του ασφαλισμένου ή μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του.

Αναλογικός Όρος

Ο αναλογικός όρος εφαρμόζεται στις αποζημιώσεις, στις περιπτώσεις εκείνες που οι ασφαλισμένες αξίες περιουσιακών στοιχείων δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές. Αν π.χ. ασφαλίζεται ένα ακίνητο ή ένα αυτοκίνητο για το 80% της αξίας του (είναι δηλαδή υπασφαλισμένο), τότε σε περίπτωση ζημιάς θα αποζημιωθεί αναλογικά, δηλαδή για το 80% της ζημιάς που υπέστη.

Ανανέωση

Τα ετήσια συμβόλαια ανανεώνονται αυτόματα με τη λήξη της ισχύος τους, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί από την ασφαλιστική Eταιρεία ή από τον συμβαλλόμενο.

Αντασφάλιση

Η εκχώρηση μέρους των κινδύνων που αναλαμβάνει η Εταιρεία προς άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις (αντασφαλιστικές), με σκοπό τη διασπορά των κινδύνων.

Αξία Αντικατάστασης / Καινούργιου

Το ποσό που απαιτείται για την ανακατασκευή, την επισκευή ή αντικατάσταση των ασφαλισμένων αντικειμένων με καινούργια παρεμφερούς τύπου προδιαγραφών και απόδοσης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η παλαιότητά τους για τον υπολογισμό της αποζημίωσης.

Αξία Ελευθέρου

Η αξία που αποκτά το ασφαλιστήριο όταν ελευθεροποιείται (βλ. ελευθεροποίηση).

Αξία Εξαγοράς

Το ποσό που υπάρχει στη διάθεση του συμβαλλομένου τη χρονική στιγμή που επιθυμεί να διακόψει το συμβόλαιο. Ο χρόνος κατά τον οποίο εξαρτάται η αξία εξαγοράς ενός συμβολαίου οφείλεται στο είδος του συμβολαίου.

Αξία Πραγματική

Η τρέχουσα αξία που έχει κάθε ασφαλιζόμενο αντικείμενο τη χρονική στιγμή ακριβώς πριν τη ζημιά.

Απαλλαγή

Ποσό που αφαιρείται από τη συνολική αποζημίωση που καταβάλλει η ασφαλιστική Εταιρεία. Το ποσό αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο ασφάλισης και επιβαρύνεται ο ασφαλισμένος.

Αποζημίωση

(βλ. Ασφάλισμα)

Απώλεια Εισοδήματος (Ασφάλιση της Απώλειας Εισοδήματος)

Αποζημίωση με τη μορφή επιδόματος που παρέχεται στον ασφαλισμένο όταν αυτός κριθεί ανίκανος για εργασία είτε από ατύχημα είτε από ασθένεια (προσωρινά ή μόνιμα).

Αστική Ευθύνη (Κλάδος)

Η ανάληψη της υποχρεωτικής κάλυψης των δαπανών από την ασφαλιστική Eταιρεία για την απόκρουση και την ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του ασφαλισμένου, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλείψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη.

Ασφάλεια Ζωής

Ευρεία κατηγορία ασφαλίσεων στην οποία συμπεριλαμβάνονται ασφαλίσεις ζωής, υγείας, αποταμίευσης, συνταξιοδότησης, προσωπικών ατυχημάτων, απώλειας εισοδήματος, κ.α.

Ασφαλιζόμενο Αντικείμενο

Αυτό που ασφαλίζεται.

Ασφάλιση Απαλλαγής Πληρωμών Ασφαλίστρων Λόγω Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας

Η Εταιρεία απαλλάσει τον ασφαλισμένο από την πληρωμή των ασφαλίστρων σε περίπτωση που αυτός λόγω ατυχήματος ή ασθένειας μείνει μόνιμα ολικά ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του κατά τη διάρκεια ισχύος της βασικής ασφάλισης. Η ασφάλιση αυτή λήγει στο 65ο έτος του ασφαλισμένου ή κατά τη λήξη της βασικής ασφάλισης, εφόσον αυτή προηγείται.

Ασφάλιση Συνταξιοδότησης

Η Εταιρεία αναλαμβάνει να καταβάλλει στον ασφαλισμένο ισόβια μηνιαία σύνταξη ή εφάπαξ ποσό με τη λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ανάλογα με την επιλογή του ασφαλισμένου, κατά τη λήξη του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Εάν ο ασφαλισμένος αποβιώσει πριν τη λήξη της ασφάλισης, η Εταιρεία επιστρέφει στους δικαιούχους το σύνολο των καθαρών εισπραχθέντων ασφαλίστρων μαζί με τα συσσωρευμένα μερίσματα.

Ασφάλισμα (αποζημίωση)

Tο ποσό που κατά περίπτωση και ανάλογα με το είδος ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι υποχρεωμένη να καταβάλει η ασφαλιστική Εταιρεία ως αποζημίωση σε περίπτωση ατυχήματος, ασθένειας ή ζημιάς.

Ασφαλισμένο Ποσό (ή Ασφαλισμένο Κεφάλαιο ή Ασφαλιστική Αξία)

Το ποσό μέχρι του οποίου κατ΄ανώτατο όριο ευθύνεται η Εταιρεία σε περίπτωση επέλευσης ασφαλισμένου κινδύνου, προκειμένου να αποκαταστήσει τη ζημιά.

Ασφαλισμένος / Ασφαλιζόμενος

Tο πρόσωπο υπέρ του οποίου παρέχεται η ασφαλιστική κάλυψη και που κατονομάζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο

Tο έγγραφο το οποίο κατοχυρώνει την ασφάλιση, περιέχει τα εξατομικευμένα στοιχεία της ασφάλισης και φέρει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της Εταιρείας.

Ασφαλιστική Ηλικία

Η ηλικία που έχει ο ασφαλισμένος κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του συμβολαίου του.

Ασφαλιστικό Έτος

Κάθε ετήσια περίοδος που αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Ασφαλιστικό Συμφέρον

Το έννομο συμφέρον του ασφαλισμένου για το αντικείμενο ασφάλισης. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύναψη ασφάλισης.

Ασφαλιστικός Κίνδυνος (ή Ασφαλισμένος Κίνδυνος ή Καλυπτόμενος Κίνδυνος)

Η δυνατότητα επέλευσης ζημιογόνου γεγονότος έναντι του οποίου ασφαλίζεται κανείς. Η πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου γεννά την υποχρέωση της Εταιρείας για αποζημίωση.

Ασφαλιστικός Πράκτορας

(βλ. Διαμεσολαβητής)

Ασφαλιστικός Σύμβουλος / Χρηματοοικονομικός Σύμβουλος

(βλ. Διαμεσολαβητής)

Ασφάλιστρο

Το χρηματικό ποσό που υποχρεούται να καταβάλλει ο ασφαλισμένος στην ασφαλιστική Εταιρεία, ως αντίτιμο για την παροχή προς αυτόν ασφαλιστικής προστασίας.

Ατύχημα

Περιστατικό που οφείλεται σε αιφνίδια, βίαιη, τυχαία αιτία, ανεξάρτητη από τη θέληση του ασφαλισμένου και προκαλεί σε αυτόν σωματικές ή υλικές βλάβες.

Δεν βρέθηκε περιεχομένο.

Γενικές Ασφαλίσεις

Ευρεία κατηγορία ασφαλίσεων στην οποία συμπεριλαμβάνονται ασφαλίσεις περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, επιχειρήσεις, αυτοκίνητα, κλπ.), αστικής ευθύνης, επαγγελματικής ευθύνης, τεχνικών έργων, κ.α. Είναι σε αντιδιαστολή με τις ασφαλίσεις κλάδου ζωής που καλύπτουν ζωή και υγεία.

Δάνειο

Ο ασφαλισμένος μπορεί να δανειστεί ποσό μέχρι την αξία εξαγοράς του ασφαλιστηρίου του με εγγύηση την ίδια την αξία εξαγοράς. Δάνειο μπορεί να πάρει μετά τον τρίτο χρόνο ισχύος του συμβολαίου. Σε περίπτωση που το συμβόλαιο λήξει για οποιονδήποτε λόγο, τότε το ποσό του δανείου καθώς και οι τυχόν οφειλόμενοι τόκοι παρακρατούνται από τις αξίες εξαγοράς ή από το ποσό κάλυψης που θα πρέπει να καταβάλει η Εταιρεία στον ασφαλισμένο ή στον δικαιούχο του.

Διακανονιστής

Το αρμόδιο πρόσωπο που χειρίζεται τη διαδικασία καταβολής αποζημίωσης.

Διαμεσολαβητής

Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μπορεί να μεσολαβεί μεταξύ πελάτη και ασφαλιστικής Εταιρείας για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων.

Δικαιούχος

Το/α νομικό/α, ή φυσικό/α πρόσωπο/α που έχει δικαίωμα να εισπράξει το ασφάλισμα και ορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Δικαίωμα Εναντίωσης

Δικαίωμα εναντίωσης έχει ο πελάτης αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτησή του για ασφάλιση, ή αν δεν του παραδόθηκαν οι όροι του ασφαλιστηρίου. Το δικαίωμα εναντίωσης πρέπει να ασκηθεί από τον πελάτη σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης από το συμβαλλόμενο έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης.

Δικαίωμα Συμβολαίου

Το ποσό που εισπράττεται μαζί με το ασφάλιστρο για τα έξοδα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Δικαίωμα Υπαναχώρησης

Ο πελάτης σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μετά την παραλαβή του ασφαλιστηρίου έχει το δικαίωμα υπαναχώρησης για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. γιατί άλλαξε γνώμη).

Εκπιπτόμενο Ποσό

(βλ. Απαλλαγή)

Ελευθεροποίηση

Όταν το ασφαλιστήριο αποκτήσει αξία εξαγοράς (η οποία χρονικά εξαρτάται από το είδος του συμβολαίου) και ο ασφαλισμένος σταματήσει να πληρώνει τα ασφάλιστρα, τότε αυτό μετατρέπεται αυτόματα σε ελεύθερο πληρωμής ασφαλίστρων. Από τη στιγμή που ένα ασφαλιστήριο ελευθεροποιείται, παύουν να ισχύουν οι τυχόν πρόσθετες καλύψεις και παραμένει σε ισχύ η βασική ασφάλεια. Αφορά μόνο ζωικές ασφαλίσεις.

Εναρξη

Η ημερομηνία κατά την οποία το συμβόλαιο τίθεται σε ισχύ.

Ενιαίο Ασφάλιστρο

Το ενιαίο (εφάπαξ) ασφάλιστρο καταβάλλεται εξ΄ολοκλήρου κατά τη σύναψη της σύμβασης.

Εξαίρεση

Περίπτωση που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Οι εξαιρέσεις μπορεί να αφορούν ζημιές, συνθήκες ή δραστηριότητες. Σε κάθε περίπτωση αναγράφονται με σαφήνεια στο συμβόλαιο.

Εξαρτώμενα Μέλη

Θεωρούνται αποκλειστικά η νόμιμη σύζυγος του ασφαλισμένου και τα ανύπαντρα παιδιά του μέχρι την ηλικία που καθορίζεται από το αντίστοιχο συμβόλαιο. Εάν σπουδάζουν σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, οπότε η κάλυψή τους παρατείνεται κατ΄ανώτατο όριο μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας τους.

Επασφάλιστρο

Το επιπλέον ποσό με το οποίο επιβαρύνεται το ασφάλιστρο λόγω αυξημένου κινδύνου.

Επέτειος

Η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται ένα ή περισσότερα χρόνια από την ημερομηνία έναρξης του συμβολαίου.

Εσωτερική Νοσηλεία

Ορίζεται η εισαγωγή του ασθενούς σε νοσηλευτικό ίδρυμα και η διανυκτέρευσή του σε αυτό.

Ζημιά

Μπορεί να είναι υλική ή σωματική και αποζημιώνεται σύμφωνα με τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Ημερήσια Νοσηλεία

Ορίζεται η νοσηλεία με χρέωση κλίνης για επέμβαση ή θεραπεία ή διαγνωστικές εξετάσεις, εντός νοσηλευτικού ιδρύματος χωρίς διανυκτέρευση σε αυτό.

Δεν βρέθηκε περιεχομένο.

Ισόβια Ασφάλιση

Ασφάλιση του κλάδου ζωής που προβλέπει την καταβολή του ασφαλισμένου κεφαλαίου στους δικαιούχους σε περίπτωση απώλειας ζωής του ασφαλισμένου οποτεδήποτε και αν συμβεί. Τα ασφάλιστρα πληρώνονται ισόβια ή για ορισμένη χρονική διάρκεια, όχι όμως πέρα από το θάνατο του ασφαλισμένου.

Καθαρό Ασφάλιστρο

Το ασφάλιστρο που έχει υπολογιστεί για την κάλυψη του ασφαλισμένου κινδύνου και δεν περιλαμβάνει νόμιμες επιβαρύνσεις.

Κακόβουλες Ενέργειες

Ηθελημένες πράξεις οποιουδήποτε προσώπου που διαπράττονται με σκοπό τη βλάβη των ασφαλισμένων αντικειμένων χωρίς να αποτελούν στάσεις, απεργίες, οχλαγωγίες ή τρομοκρατικές ενέργειες.

Καλυπτόμενος Κίνδυνος

(βλ. Ασφαλιστικός Κίνδυνος)

Κάλυψη

Η κύρια υποχρέωση της ασφαλιστικής Eταιρείας καθόλη τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης «να φέρει τον κίνδυνο», να παρέχει δηλαδή στον ασφαλιζόμενο ασφαλιστική κάλυψη.

Κύριος Φορέας Ασφάλισης

Το ταμείο κοινωνικής ασφάλισης.

Λήξη Συμβολαίου

Η συγκεκριμένη ημερομηνία που λήγει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο.

Λήπτης της Ασφάλισης

(βλ. Συμβαλλόμενος)

Μαθηματικό Απόθεμα (άρτιο)

Το ποσό που συσσωρεύεται από την επένδυση των ασφαλίστρων, αφού αφαιρεθούν τα νόμιμα κόστη και έξοδα. Το ετήσιο επιτόκιο επένδυσης του μαθηματικού αποθέματος είναι εγγυημένο και ισούται με το τεχνικό επιτόκιο, το οποίο ισχύει κατά την έναρξη του συμβολαίου και παραμένει αμετάβλητο καθόλη τη διάρκεια του συμβολαίου.

Μερική Ανικανότητα

Η αδυναμία εργασίας του ασφαλισμένου λόγω ατυχήματος ή ασθένειας, η οποία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο απώλειας εισοδήματος με καταβολή μηνιαίων επιδομάτων.

Μη Δεδουλευμένα Ασφάλιστρα

Το ποσό των ασφαλίστρων που επιστρέφεται αναλογικά στον πελάτη σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης πριν τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου και εφόσον προβλέπεται από το συμβόλαιο.

Μη Συμβεβλημένο Νοσηλευτικό Ίδρυμα

Θεωρείται μη συμβεβλημένο νοσηλευτικό ίδρυμα κάθε νοσοκομείο ή κλινική που δεν έχει συνάψει ειδική συμφωνία με την Εταιρεία. Σε αυτή τη περίπτωση, η Εταιρεία καταβάλλει απολογιστικά στον ασφαλισμένο τα σύμφωνα με το συμβόλαιό του πραγματοποιηθέντα έξοδα μετά από προσκόμιση των πρωτότυπων δικαιολογητικών.

Μικτή Ασφάλιση

Η ασφάλιση που προβλέπει την καταβολή του κεφαλαίου είτε στον ασφαλισμένο κατά τη λήξη μιας χρονικής περιόδου, είτε με το θάνατό του στους δικαιούχους πριν τη λήξη του.

Μικτό Ασφάλιστρο

Το τελικό ασφάλιστρο που πληρώνει ο πελάτης και περιλαμβάνει όλες τις νόμιμες επιβαρύνσεις (π.χ. φόρος, δικαιώματα).

Μόνιμη Μερική Ανικανότητα (ΜΜΑ)

Η μερική αδυναμία άσκησης οποιουδήποτε κερδοφόρου επαγγέλματος λόγω ασθένειας ή ατυχήματος.

Μόνιμη Ολική Ανικανότητα (ΜΟΑ)

Η πλήρης αδυναμία άσκησης οποιουδήποτε κερδοφόρου επαγγέλματος.

Nομική Προστασία

Κάλυψη των αμοιβών δικηγόρων και δικαστικών εξόδων για τη νομική υποστήριξη του πελάτη σε περίπτωση απαίτησης αποζημίωσης από αστική ευθύνη.

Δεν βρέθηκε περιεχομένο.

Ομαδική Ασφάλιση

Ασφάλιση του κλάδου ζωής με την οποία επιχειρήσεις ασφαλίζουν το προσωπικό τους. Η ομαδική ασφάλιση λειτουργεί συμπληρωματικά της κοινωνικής ή άλλης ιδιωτικής ασφάλισης.

Οροι Γενικοί

Οι όροι που ισχύουν για ένα σύνολο ασφαλίσεων. Παραδίδονται υποχρεωτικά με το ασφαλιστήριο και ο ασφαλισμένος δεν έχει δικαίωμα τροποποίησής τους.

Οροι Ειδικοί

Οι όροι που συμφωνούνται μεταξύ της ασφαλιστικής Eταιρείας και του ασφαλισμένου για τη συγκεκριμένη κάθε φορά ασφάλιση. Υπερισχύουν των γενικών όρων.

Περιοδικό Ασφάλιστρο

Οι τρίμηνες, εξάμηνες ή και ετήσιες καταβολές ασφαλίστρου.

Περίοδος Αναμονής

Η χρονική περίοδος από την έναρξη ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου κατά την οποία ο πελάτης δεν αποζημιώνεται και προκαθορίζεται από τον τύπο του συμβολαίου. Αφορά κατά κύριο λόγο συμβόλαια υγείας.

Περίοδος Κάλυψης

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης ισχύος και της λήξης ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Πραγματογνώμονας

Ο αρμόδιος για την εκτίμηση των ζημιών στους γενικούς κλάδους (όπως αυτοκίνητο, κατοικία, κλπ.).

Πράσινη Κάρτα

Το έγγραφο που απαιτείται από τις αρμόδιες ξένες αρχές για την πιστοποίηση της ασφάλισης του αυτοκινήτου και χορηγείται από την ασφαλιστική Εταιρεία κατόπιν αίτησης του ασφαλισμένου.

Πρόσθετη Πράξη

Μερική τροποποίηση όρων ή στοιχείων του ασφαλιστηρίου κατόπιν συμφωνίας του ασφαλισμένου και της Εταιρείας. Αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Προσθήκη

Η συμπληρωματική κάλυψη που επιθυμεί ο πελάτης να προστεθεί στη βασική ασφάλιση ζωής για τη δημιουργία του καταλληλότερου για τις ανάγκες του ασφαλιστικού προγράμματος.Οι προσθήκες δίνουν στον πελάτη τη δυνατότητα να καλύψει έξοδα από πιθανή ασθένεια ή ατύχημα.

Πρόσκαιρη Ασφάλιση

Η ασφάλιση του κλάδου ζωής ορισμένης χρονικής διάρκειας που προβλέπει την καταβολή του ασφαλισμένου κεφαλαίου στους δικαιούχους σε περίπτωση απώλειας ζωής του ασφαλισμένου, εντός αυτής της χρονικής διάρκειας.

Πρόταση Ασφάλισης / Αίτηση Ασφάλισης

Έντυπο της Εταιρείας που συμπληρώνεται από τον πελάτη και στο οποίο καταγράφονται τα απαιτούμενα στοιχεία για την έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου.

Δεν βρέθηκε περιεχομένο.

Σήμα Ασφάλισης

Όρος του κλάδου αυτοκινήτων. Είναι το έγγραφο της ασφαλιστικής Eταιρείας που πιστοποιεί την χρονική διάρκεια για την οποία είναι ασφαλισμένο το συγκεκριμένο αυτοκίνητο.

Στενοί Συγγενείς

Θεωρούνται ο/η σύζυγος, τα παιδιά, οι γονείς, οι αδελφοί/ές του ασφαλισμένου.

Συμβαλλόμενος ή Λήπτης της Ασφάλισης

Tο φυσικό ή το νομικό πρόσωπο το οποίο συνάπτει την ασφάλιση με την ασφαλιστική Εταιρεία και υποχρεούται στην πληρωμή των ασφαλίστρων. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο συμβαλλόμενος είναι το ίδιο πρόσωπο με τον ασφαλισμένο.

Συμβεβλημένο Νοσηλευτικό Ίδρυμα

Θεωρείται συμβεβλημένο νοσηλευτικό ίδρυμα κάθε νοσοκομείο ή κλινική που έχει συνάψει συμφωνία με την Εταιρεία για να παρέχει περίθαλψη στους πελάτες της. Στην περίπτωση αυτή, η Εταιρεία εξοφλεί απευθείας όλα τα αιτιολογημένα έξοδα που έγιναν, σύμφωνα με τους όρους του σχετικού συμβολαίου.

Συμμετοχή Ασφαλισμένου

Το μέρος των καλυπτομένων και αναγνωρισμένων δαπανών που βαρύνει τον ασφαλισμένο.

Συνασφάλιση

Αποτελεί μορφή ασφάλισης με περισσότερες από μια ασφαλιστικές Eταιρείες, όπου η καθεμία αναλαμβάνει κατ΄αναλογία ποσοστό του κινδύνου.

Τεχνικό Επιτόκιο

Το εγγυημένο επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την επένδυση του μαθηματικού αποθέματος ενός συμβολαίου και καθορίζεται από την Ελληνική ασφαλιστική νομοθεσία.

Υλική Ζημιά

Η ζημιά που μπορεί να προκληθεί σε βάρος της περιουσίας του ασφαλισμένου.

Υπασφάλιση

Ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου με μικρότερη από την πραγματική του αξία. Σε περίπτωση υπασφάλισης εφαρμόζεται ο αναλογικός όρος σύμφωνα με τον οποίο ο πελάτης αποζημιώνεται αναλογικά με την αξία που έχει ασφαλίσει.

Υπερασφάλιση

Ασφάλιση περιουσιακού στοιχείου με μεγαλύτερη από την πραγματική του αξία. Απαγορεύεται από τον νόμο.

Υποχρεωτική Ασφάλιση

Η ασφάλιση που απαιτείται από το νόμο (π.χ. για Ι.Χ., ή άλλο μεταφορικό μέσο).

Υποχρεωτική Ασφάλιση Υγείας

Η ασφάλιση που παρέχει ο κύριος φορέας ασφάλισης.

Φιλικός Διακανονισμός

Σύστημα διακανονισμού ζημιών του κλάδου αυτοκινήτων στο οποίο συμμετέχουν ορισμένες ασφαλιστικές Εταιρείες. Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος ο πελάτης απαλλάσεται από την υποχρέωση να στραφεί κατά της ασφαλιστικής Εταιρείας του υπαίτιου οδηγού, καθώς αποζημιώνεται από τη δική του Εταιρεία.

Δεν βρέθηκε περιεχομένο.

Δεν βρέθηκε περιεχομένο.

Δεν βρέθηκε περιεχομένο.

Ζητήστε δωρεάν
προσφορά.

Πλάτωνος 14
Χαλάνδρι – 15234


210 6855400

info@easychoice.gr


Συμπλήρωσε τα στοιχεία σου και θα σε καλέσουμε άμεσα.